χρυσωτικός

χρυσωτικός
-ή, -ό
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο χρυσωτή.
2. το ουδ. πληθ. ως ουσ., χρυσωτικά η αμοιβή του χρυσωτή.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • χρυσωτικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη χρύσωση και στον χρυσωτή 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα χρυσωτικά α) η αμοιβή τού χρυσωτή για την εκτέλεση μιας εργασίας β) οι δαπάνες για το χρύσωμα, για την επιχρύσωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσωτής. Το επίθ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”